- στέργει
- στέργωlovepres ind mp 2nd sgστέργωlovepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… … Dictionary of Greek
στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… … Dictionary of Greek